- ανάδηγμα
- ἀνάδηγμα, το (Α) [ἀναδάκνω]δάγκωμα, τσίμπημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναδήγμασιν — ἀνάδηγμα bite neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδήγματα — ἀνάδηγμα bite neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδάκνω — ἀναδάκνω (Α) 1. δαγκάνω πάλι ή απλώς δαγκάνω 2. εξοργίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δάκνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάδηγμα] … Dictionary of Greek